ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ἡ ἀσάλευτη ζωή
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω
στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.
στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.
καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.
στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.
Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια,
ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια,
ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»
Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου.
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου.
Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη,
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων,
τ᾿ ἀγάλματα ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων!
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων,
τ᾿ ἀγάλματα ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων!
Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι,
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.
Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
Κωστής Παλαμάς, 1903